προτυποποιός

προτυποποιός
ο, Ν
τεχνίτης που κατασκευάζει πρότυπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρότυπο + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ἐφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προτυποποιείο — το, Ν [προτυποποιός] ναυτ. εργαστήριο σε ναυπηγείο ή σε ναύσταθμο, όπου κατασκευάζονται πρότυπα ολόκληρων πλοίων ή μερών τους μόνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”